Βελονισμός και Ορθοπεδική
Αποκτώντας την ειδικότητα της Ορθοπεδικής Χειρουργικής και Τραυματολογίας, το μακρινό 2002, βρέθηκα να υπηρετώ την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας – ΠΦΥ. Αρμοδιότητα του Ορθοπεδικού ήταν όλα τα εργατικά ατυχήματα, οι επαγγελματικές παθήσεις του μυοσκελετικού, με προεξάρχουσα την οσφυαλγία και ακόμη περισσότερο την «οσφυαλγία», καθώς και οι αντίστοιχες αναρρωτικές άδειες. Μεταξύ των παθήσεων του μυοσκελετικού, ιδιάζουσα θέση κατείχε η οστεοπόρωση. Αρμόδιες ειδικότητες θεωρούνται η Ορθοπεδική, η Ρευματολογία, η Ενδοκρινολογία και η Φυσική Ιατρική και Αποκατάσταση. Καθώς οι τρεις τελευταίες υστερούν αριθμητικά, το βάρος της αντιμετώπισης της «σιωπηλής επιδημίας» έπεφτε κυρίως στους ώμους των Ορθοπεδικών, οι οποίοι, κατά την προσφιλή ρήση του Καθηγητή Λυρίτη, έχουν το μοναδικό προνόμιο να παρακολουθούν τον ασθενή με οστεοπόρωση «πριν, κατά και μετά το κάταγμα».
Κατά τη διάρκεια της ειδικεύσεως στο Νοσοκομείο ΚΑΤ (Κέντρο Αποκαταστάσεως Τραυματιών, για όσους είχαν την απορία) η μοναδική εκπαίδευση στο γνωστικό πεδίο της Οστεοπόρωσης ήταν στο Ερευνητικό Κέντρο «Θ. Γαροφαλίδης», με διευθυντή τον Καθηγητή Γεώργιο Λυρίτη. Συνέχεια της εκπαιδεύσεως αυτής αποτελούσαν οι εκδηλώσεις του Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης – ΕΛΙΟΣ, καθώς και της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών – ΕΕΜΜΟ. Επομένως, μόλις προκηρύχθηκε Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών – ΜΠΣ με θέμα τα «Μεταβολικά Νοσήματα των Οστών – ΜΝΟ», καίτοι ήδη διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, απλώς σε εντελώς διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο, θεώρησα απαραίτητο να συστηματοποιήσω τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις και να προσπαθήσω να αποκτήσω νέες.
Μετά από 3 εξάμηνα μεταμεσημβρινής εκπαίδευσης στο ανακαινισμένο αμφιθέατρο του Νοσοκομείου ΚΑΤ, με ενδεχομένως υπερβολικά άνετα καθίσματα, ήρθε επιτέλους η ώρα της εκπόνησης της πτυχιακής εργασίας, με θέμα «Η Αντιμετώπιση του Πόνου στην Χρόνια Οσφυαλγία». Αντιμετώπιση και όχι θεραπεία, χρόνια και όχι οξεία ή υποξεία, οσφυαλγία ως Μη Ειδική Χαμηλή Οσφυαλγία, δηλαδή ως διάγνωση εξ αποκλεισμού πλέον και όχι ως σύμπτωμα. Το πρόβλημα που ανέκυψε ενωρίτατα ήταν με την αναδίφηση της σχετικής βιβλιογραφίας και την ανεύρεση άγνωστων λέξεων, όπως βελονισμός και συμπεριφορολογική θεραπεία.
Κατά ευτυχή σύμπτωση, την ίδια περίπου εποχή, είχα συναντηθεί εκ νέου με τη συμφοιτήτριά μου στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνα Θεοδωράτου, ψυχή του Επιστημονικού Συλλόγου Ιατρών Βελονισμού Ελλάδος – ΕΣΙΒΕ – Scientific Association of Medical Acupuncture in Greece – SAMAG, https://samag.gr/ η οποία, μετά την επιστροφή της από την Κίνα και ταγμένη στη διάδοση του βελονισμού, αποφάσισε να ξεκινήσει νέο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τον βελονισμό στην Ελλάδα, υπό την αιγίδα του International Council of Medical Acupuncture and Related Techniques – ICMART, https://icmart.org/ στο οποίο επίσης δραστηριοποιείται έντονα επί σειρά ετών.
Στα νέα μαθητικά έδρανα είχα την τύχη να είμαι συμμαθητής με τον διακεκριμένο Πλαστικό Χειρουργό Μιχάλη Ταραμπέ, με τον οποίο μας ενώνει πλέον στενή φιλία. Παρ’ ότι αμφότεροι χειρουργοί, οι απόψεις μας για τον βελονισμό δεν είναι καν συγγενικές. Ωστόσο, ο βελονισμός είναι τόσο ευρύς, ώστε υπάρχει χώρος για πολλές διαφορετικές απόψεις και οπτικές γωνίες. Αποφοιτώντας από το πρώιμο εκπαιδευτικό πρόγραμμα βελονισμού, διαρκείας 300 ωρών, επέστρεψα στη συγγραφή και υπεράσπιση της πτυχιακής μου εργασίας, ώστε να αποφοιτήσω και επισήμως από το ΜΠΣ – MSc «ΜΝΟ», το οποίο ήταν ουσιαστικά η θρυαλλίδα για την ενασχόλησή μου με τον βελονισμό.
Αρκετά έτη και αμέτρητες εργατοώρες μελέτης αργότερα, η απορία δεν αφορά πλέον κατά πόσον όντως δουλεύει ο βελονισμός, τουλάχιστον στις μυοσκελετικές παθήσεις, αλλά πώς είναι δυνατή η άσκηση της Ορθοπεδικής χωρίς γνώσεις βελονισμού. Προφανώς, ο βελονισμός δεν έχει άμεση εφαρμογή στην Τραυματολογία ή την αμιγώς Χειρουργική πλευρά της ειδικότητας. Όμως, έχει απειράριθμες ενδείξεις στις περισσότερες παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματος είτε ως παροδική ή/και μόνιμη θεραπεία της πάθησης είτε ως ανακούφιση από τον πόνο, που αποτελεί και το βασικό μέλημα των ασθενών.
Η προσωπική θεώρηση και οπτική γωνία ίσως να μην είναι η πλέον συνηθισμένη αλλά αυτό μόνο ως θετικό στοιχείο μπορεί να προσμετρηθεί. Κατά μία άποψη, «όταν όλοι σκεπτόμαστε το ίδιο, τότε κανείς δεν σκέπτεται». Άλλωστε, η απαιτούμενη «εμπειρία και ειδική εκπαίδευση στον βελονισμό», την οποία επιζητεί η επίσημη πολιτεία, πέρα από μια αρχική, στοιχειώδη, συστηματική εκπαίδευση, αφορά αρχικά την απόφαση εισαγωγής του βελονισμού στην κλινική μας πράξη και ακολούθως, προσωπική διερεύνηση για νέες εφαρμογές μίας ουσιαστικά αρχαίας ιδέας. Η πανάρχαια αυτή ιδέα συνοψίζεται στην αναγνώριση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου οργανισμού για αυτοΐαση ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ. Η ικανότητα του οργανισμού για άμεση και πρώιμη επιδιόρθωση βλαβών (ιδανικά σε αρχικό στάδιο) μερικές φορές χρειάζεται μόνον καθοδήγηση, δηλαδή σήμανση των σημείων, στα οποία επιβάλλεται επικέντρωση. Άλλοτε πάλι, οι δυνατότητες ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ ανεπαρκούν ή εξαντλούνται, οπότε επιβάλλεται ίαση ΕΚ ΤΩΝ ΕΞΩ, δηλαδή με εξωτερική παρέμβαση και χορήγηση εξωγενών ουσιών.
Η θεώρηση αυτή, σε συνδυασμό με μελέτη της ανατομίας, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη και σε μη ιατρούς-βελονιστές, ειδικά τους πλέον σοβαρούς από αυτούς, όσους δηλαδή δεν θεωρούν ότι έμαθαν όσα έπρεπε να μάθουν μέσα από όποια εκπαιδευτική διαδικασία ακολούθησαν και πλέον γνωρίζουν τα πάντα. Η λεπτομερής ταυτόχρονη προσέγγιση των σημείων τόσο με Δυτική, όσο και με Ανατολική θεώρηση, μπορεί να αποκαλύψει σημαντικές λεπτομέρειες, τις οποίες αγνοούσαν ή, ακόμα καλύτερα, να απαντήσει σε ερωτήσεις, τις οποίες δεν είχαν καν μορφοποιήσει στο μυαλό τους.
Προφανώς, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνούμε ότι ένας από τους ορισμούς της εμπειρίας είναι «ένα συστηματικά επαναλαμβανόμενο λάθος». Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η διάθεση αυτοκριτικής θα πρέπει να είναι πάντοτε παρούσα και ενδεχόμενη θεραπευτική αποτυχία δεν θα πρέπει να πιστώνεται απευθείας στη μέθοδο αλλά μάλλον στον θεράποντα. Με τον τρόπο αυτό, προηγούμενη ανεπιτυχής εμπειρία του ασθενούς με τον βελονισμό, δεν θα πρέπει ούτε να μας δεσμεύει ούτε να μας αποθαρρύνει. Για τον ίδιο λόγο, η συνήθης αλλά αδικαιολόγητη και ανυπόστατη ομαδοποίηση του βελονισμού και η ταξινόμηση μαζί με άλλες θεραπείες, οι οποίες στερούνται τόσο το επιστημονικό του υπόβαθρο, όσο και την ιστορική του πορεία, ενοχλούν αφάνταστα τον συγγραφέα. Αν μη τί άλλο, ένα θεραπευτικό σύστημα που επιβιώνει για 2.500 χιλιάδες χρόνια, θα πρέπει να έχει κάτι να προσφέρει, κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα για άλλες, πολύ νεώτερες και ήδη αμφισβητούμενες προσεγγίσεις.