Μία από τις πιο επίφοβες λέξεις για τους γονείς νεαρών κοριτσιών είναι και η λέξη σκολίωση. Ίσως επειδή περιβάλλεται από ένα μανδύα άγνοιας όσον αφορά την αρχική αιτία, αβεβαιότητας όσον αφορά την τελική έκβαση τόσο σχετικά με ενδεχόμενη λειτουργική ανικανότητα, όσο και την ανεπιθύμητη αισθητική δυσμορφία, με τις συνακόλουθες ψυχολογικές επιπτώσεις σε μία νεαρή έφηβη.
Η σκολίωση αποτελεί μία τρισδιάστατη παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης, με την εμφάνιση πλαγίων κυρτωμάτων. Άλλες ανάλογες παραμορφώσεις είναι η κύφωση και η λόρδωση, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο ποτέ δεν απέκτησαν τη συναισθηματική φόρτιση της σκολίωσης.
Η σκολίωση ανάλογα με την ηλικία εμφάνισης διακρίνεται σε βρεφική, παιδική, εφηβική και ενηλίκων, ενώ ανάλογα με την αιτιολογία σε ιδιοπαθή, δηλαδή αγνώστου αιτιολογίας και δευτεροπαθή, όταν δηλαδή αναγνωρίζεται κάποια υποκείμενη παθολογία ως αιτία της σκολίωσης.
Επιπρόσθετα διακρίνεται σε λειτουργική ή ανταλγική, συνήθως παροδική, και οργανική ή μόνιμη.
Από όλες τις παραπάνω κατηγορίες αυτή που συνηθέστερα μας απασχολεί είναι η ιδιοπαθής εφηβική σκολίωση, η οποία εμφανίζεται αιφνιδίως κατά την ηλικία της ταχείας σκελετικής ανάπτυξης και η οποία είναι δυνατόν να επιδεινωθεί ταχύτατα εάν δεν διαγνωσθεί εγκαίρως και να δημιουργήσει ιδιαίτερο άγχος σε ολόκληρη την οικογένεια και όχι μόνον τη μικρή ασθενή αλλά ακόμη χειρότερα τύψεις στους γονείς (αμφότερους ή συνηθέστερα τη μητέρα) για την «αποτυχία» έγκαιρης διάγνωσης ή αναζήτησης ιατρικής συμβουλής.
Η σκολίωση μάλιστα είναι τόσο συνυφασμένη με την ειδικότητα της ορθοπεδικής, ώστε να απεικονίζεται με ελαφρές παραλλαγές στο σήμα των απανταχού ορθοπεδικών εταιρειών της υφηλίου. Η κεντρική ιδέα του σήματος αυτού είναι ένα μικρό αναπτυσσόμενο δενδράκι με εμφανέστατη σκολίωση, δηλαδή παραμόρφωση σε πλάγιο επίπεδο. Η παρέμβαση του ειδικού ιατρού συνίσταται στην εφαρμογή της ορθοπέδης, δηλαδή ενός συστήματος συγκράτησης προς αποφυγή περαιτέρω παραμόρφωσης και καθοδήγησης του αναπτυσσόμενου οργανισμού (φυτικού ή ζωικού ομοίως).
Η σκολίωση εύκολα διαγιγνώσκεται από τον ειδικό ιατρό με την απλή κλινική εξέταση και την αναζήτηση απλών και ευαίσθητων διαγνωστικών σημείων. Τέτοια σημεία είναι κλίση του σώματος προς τη μία πλευρά, η ανύψωση των πλευρών στη δοκιμασία επίκυψης, οι ανισοϋψείς ωμοπλάτες, η ασυμμετρία των δύο ημίσεων ως προς τη μέση γραμμή, όπως διαπιστώνεται με τη δοκιμασία του νήματος της στάθμης. Όπου κρίνεται απαραίτητο η διάγνωση επιβεβαιώνεται με τη λήψη ακτινογραφιών.
Ωστόσο, καθοριστική σημασία έχει η όσον το δυνατόν πιο πρώιμη διάγνωση, σε αρχικά στάδια, όπου η απλή παρακολούθηση είναι δυνατόν να καθησυχάσει την ασθενή και να μειώσει το άγχος της οικογένειας αλλά και η πρωιμότερη έναρξη αγωγής, όταν διαπιστώνεται επιδείνωση της αρχικής παραμόρφωσης.
Η θεραπεία διακρίνεται σε συντηρητική, με την εφαρμογή κηδεμόνα, και χειρουργική, η οποία επιφυλάσσεται για τις βαρύτερες περιπτώσεις. Οι προτεινόμενες παραλλαγές τόσο για τη συντηρητική θεραπεία με τα διαφορετικά είδη κηδεμόνων όσο και για την χειρουργική με τα διάφορα εμφυτεύματα που έχουν κατά καιρούς επινοηθεί, πιθανότατα ξεπερνούν σε αριθμό τις θεωρίες για την αιτιολογία της σκολίωσης, με συνέπεια να επιφέρουν δέος στον ασθενή και σύγχυση στον ειδικό.
Ένα σημείο το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να τονιστεί είναι η απουσία πόνου στην ιδιοπαθή σκολίωση. Εφόσον επομένως υπάρχει πόνος η διαγνωστική σκέψη στρέφεται σε άλλες παθήσεις. Η απουσία πόνου όμως ενδέχεται να ευθύνεται για την καθυστερημένη διάγνωση της παραμόρφωσης.
Γι αυτόν ακριβώς το λόγο έχουν καθιερωθεί (;) ειδικά προγράμματα ανίχνευσης και προσυμπτωματικής διάγνωσης (ελληνιστί screening), συνήθως από τον σχολίατρο στις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Εάν βέβαια κάποιος επαναπαυθεί στη συνέπεια και την πιστή τήρηση του χρονοδιαγράμματος στα ελληνικά σχολεία δεν αποκλείεται να βρεθεί προ δυσάρεστης έκπληξης, αφού η ολοκληρωμένη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας εξακολουθεί να αποτελεί το ζητούμενο για την ελληνική κοινωνία.