Ουρική αρθρίτιδα ή ποδάγρα
Η ουρική αρθρίτιδα (ή ποδάγρα – gout, όταν εντοπίζεται στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού) είναι μια παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από επεισόδια οξείας φλεγμονώδους αρθρίτιδας, με τα τυπικά σημεία της φλεγμονής, δηλαδή οίδημα, θερμότητα, ερυθρότητα και ευαισθησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ασθενής, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, κοιμάται με το πάσχον πόδι έξω από τα σκεπάσματα και προσέρχεται στο ιατρείο ανυπόδητος, καθώς αποφεύγει την επαφή της πάσχουσας περιοχής ακόμα και με το σεντόνι, την κάλτσα ή το παπούτσι.
Η μεταταρσιο-φαλαγγική άρθρωση του μεγάλου δακτύλου του ποδιού είναι το σημείο που προσβάλλεται συχνότερα (περί το 50%) αλλά όχι αποκλειστικά, ενδεχόμενο που συχνά διαλάθει της προσοχής. Η πάθηση προκαλείται από αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος στο αίμα. Το ουρικό οξύ κρυσταλλώνεται και οι κρύσταλλοι καθιζάνουν σε αρθρώσεις, τένοντες, ορογόνους θυλάκους και παρακείμενους ιστούς. Η κλινική διάγνωση επιβεβαιώνεται με τη διαπίστωση των χαρακτηριστικών κρυστάλλων στο αρθρικό υγρό. Με την ίδια διαδικασία γίνεται και η διαφορική διάγνωση από ψευδο-ουρική αρθρίτιδα.
Η θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνει παυσίπονα – αναλγητικά σε μεγάλη δόση, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), στεροειδή ή κολχικίνη. Όταν υποχωρήσει η κρίση, τότε (και μόνον τότε) συστήνεται μείωση των επιπέδων ουρικού οξέος, ιδανικά μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής. Στα άτομα με συχνές κρίσεις, έχει ένδειξη συστηματική φαρμακευτική αγωγή, με πρωταρχικό σκοπό την πρόληψη επόμενων κρίσεων ουρικής αρθρίτιδας.
Η ουρική αρθρίτιδα έχει αυξηθεί σε συχνότητα, με κύριους υπεύθυνους την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και την αλλαγή της διατροφής (όχι απαραίτητα βελτίωση), με αύξηση των προσλαμβανόμενων θερμίδων και εμφάνιση παρόμοιων παθήσεων, όπως το μεταβολικό σύνδρομο. Η ουρική αρθρίτιδα είχε χαρακτηριστεί ιστορικά νόσος των πατρικίων – the patrician malady, καθώς εμφανιζόταν συνήθως μετά από πλούσιο γεύμα και ανάλογη κατανάλωση αλκοόλ.
Τα χρονίως αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος (υπερουριχαιμία) μπορεί να οδηγήσουν σε επιπλέον συμπτώματα, όπως την εναπόθεση ανώδυνων σκληρών κρυστάλλων ουρικού οξέος, των λεγόμενων τόφων. Οι μεγάλοι τόφοι μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνια αρθρίτιδα, λόγω της διάβρωσης των οστών. Τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε καθίζηση των κρυστάλλων στους νεφρούς, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό νεφρικών λίθων και στη συνέχεια την εκδήλωση ουρικής νεφροπάθειας.
Παράγοντες που προκαλούν υπερουριχαιμία είναι η διατροφή, η γενετική προδιάθεση και η μειωμένη αποβολή ουρικού οξέος. Σε περίπου 90% των περιπτώσεων την κύρια αιτία της υπερουριχαιμίας αποτελεί η μειωμένη αποβολή ουρικού οξέος από τα νεφρά, ενώ στο υπόλοιπο 10% οφείλεται στην υπερπαραγωγή. Περίπου το 10% των ατόμων με υπερουριχαιμία θα προσβληθούν κάποια στιγμή της ζωής τους από ουρική αρθρίτιδα. Βέβαια, η προηγούμενη πρόταση διαβάζεται και ανάποδα: 90% των ατόμων με υπερουριχαιμία ΔΕΝ ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΣΟΥΝ ΠΟΤΕ ΟΥΡΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ!
Η κατανάλωση καφέ, βιταμίνης C και γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και η φυσική άσκηση φαίνεται να μειώνουν τον κίνδυνο. Αντιθέτως, η κατανάλωση μπύρας και γενικά αλκοόλ, όπως και δίαιτα (υπερ)πλούσια σε θερμίδες αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ουρικής αρθρίτιδας.
Ουρική νόσος ονομάζεται το σύνολο των κλινικών, εργαστηριακών και ιστολογικών διαταραχών, που οφείλονται στην υπερουριχαιμία. Ο όρος Ουρική Αρθρίτιδα δεν είναι πάντα επιτυχής, διότι μπορεί να έχουμε Ουρική Ελυτρίτιδα, χωρίς αρθρίτιδα. Επιπρόσθετα, η υπερουριχαιμία προσβάλλει και άλλα όργανα, όπως την καρδιά (εναπόθεση τόφου στα στεφανιαία αγγεία μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα μυοκαρδίου), τα νεφρά, και το μυοσκελετικό σύστημα, με εκδηλώσεις όπως ουρική τενοντοελυτρίτιδα (ιδίως στους εκτείνοντες τένοντες του άκρου ποδός), ορογονοθυλακίτιδα (ωλεκράνου κυρίως αλλά και σε γόνατο και πτέρνα).
Περίπου 50% των κρίσεων της ουρικής αρθρίτιδας εμφανίζεται χωρίς υπερουριχαιμία, ενώ 90% όσων εμφανίζουν υπερουριχαιμία δεν αναπτύσσουν ποτέ ουρική αρθρίτιδα. Επομένως, η μέτρηση του ουρικού οξέος στο αίμα αμέσως μετά την εμφάνιση οξείας ουρικής αρθρίτιδας δεν έχει καμμία απολύτως ένδειξη και δεν παρέχει την παραμικρή πληροφορία.
Χωρίς θεραπεία, μία οξεία προσβολή από ουρική αρθρίτιδα συνήθως υποχωρεί σε πέντε έως επτά ημέρες. 60% των ασθενών προσβάλλονται για δεύτερη φορά μέσα σε ένα έτος. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως όσοι πάσχουν από ουρική αρθρίτιδα έχουν αυξημένο κίνδυνο για υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, μεταβολικό σύνδρομο, νεφρική και καρδιαγγειακή νόσο, συνολικά αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Κρίση ουρικής αρθρίτιδας αναφέρεται ως αιτία θανάτου του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου του εξ Απορρήτων {Λαζάρου Γεώργιος Αχ. «Η Ελληνική Ιατρική στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες». Αθήνα, ΓΛ, 2017, σ. 187, υποσημ. 491}.
Φάρμακο εκλογής αλλά με εξαιρετικά στενό θεραπευτικό δείκτη αποτελεί η κολχικίνη, η οποία απομονώθηκε μόλις το 1820. Ωστόσο, ο Διοσκορίδης, ήδη το 70 π.Χ., συνιστούσε την χρήση των σπόρων του φθινοπωρινού κρόκου – autumn crocus – Colchicum autumnale, οι οποίοι περιέχουν κολχικίνη. Η δοσολογία είναι 1mg την ώρα, μέχρι να υποχωρήσει η κρίση ή να εμφανιστούν ανεπιθύμητες ενέργειες, συνήθως από το γαστρεντερικό.
Με δεδομένη τη σημασία της νόσου, την ένταση των συμπτωμάτων αλλά και τις εξαιρετικά συχνές παρενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής, θα έπρεπε να θεωρείται έγκλημα η αγνόηση άλλων θεραπευτικών παρεμβάσεων, μη φαρμακολογικών, όπως ο βελονισμός και ακόμη περισσότερο οι συναφείς τεχνικές – related techniques, στην περίπτωσή μας η μοξαθεραπεία {Λαζάρου Γεώργιος Αχ. «Βελονισμός και Ορθοπεδική». Αθήνα, ΓΛ, 2023, σ. 24-27}