Μεταβολικά Νοσήματα των Οστών
Τα Μεταβολικά Νοσήματα των Οστών – ΜΝΟ είναι ένας σχετικά νέος τομέας του επιστητού, ο οποίος αφορά κυρίως Ορθοπεδικούς, Ρευματολόγους, Ενδοκρινολόγους και Φυσιάτρους, χωρίς να αποκλείεται καμμία ειδικότητα, εφ’ όσον υπάρχει διάθεση μελέτης και προσφοράς, συχνά ανεκτίμητης, όπως συμβαίνει με τους ακτινολόγους και βιοπαθολόγους που επιλέγουν να ασχοληθούν ενεργά με τον τομέα αυτό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ανάλογα με την οπτική γωνία κάθε ειδικότητας και η διακλαδική προσέγγιση κρίνεται συχνά απαραίτητη. Ιστορική θεωρείται η ρήση του καθηγητή Ορθοπεδικής Γεωργίου Λυρίτη, σύμφωνα με την οποία «η ορθοπεδική είναι η μόνη ειδικότητα που προσεγγίζει τον ασθενή πριν, κατά και μετά το κάταγμα». Ωστόσο, κάθε ειδικότητα έχει να προσφέρει το δικό της λιθαράκι στη συνολική αντιμετώπιση των πασχόντων από μεταβολικά νοσήματα των οστών.
Η οστεοπόρωση είναι το συχνότερο από τα μεταβολικά νοσήματα των οστών αλλά, προσοχή, δεν είναι το μόνο. Βέβαια, εάν η οστεοπόρωση είναι το μόνο μεταβολικό νόσημα, το οποίο γνωρίζει ο κλινικός ιατρός, τότε αυτομάτως όλα τα μεταβολικά νοσήματα «βαπτίζονται» οστεοπόρωση και αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο χωρίς ποτέ να υπάρξει ακριβής και λεπτομερής διάγνωση. Συνεπώς, απαιτείται προσοχή και εγρήγορση, τόσο στην ταυτοποίηση του μεταβολικού νοσήματος, όσο και στη λυσιτελή θεραπεία ακόμα και του συχνότερου από αυτά.
Η οστεοπόρωση ονομάζεται και «σιωπηλή επιδημία». Ο λόγος είναι ότι δεν έχει καθόλου συμπτώματα και η πρώτη της εμφάνιση είναι συνήθως το κάταγμα χαμηλής ενέργειας. Τα συνηθέστερα οστεοπορωτικά κατάγματα και ταυτόχρονα συναγερμός – red flag για διάγνωση του υποκείμενου μεταβολικού νοσήματος είναι Α. του καρπού, Β. των σπονδύλων, Γ. του άνω πέρατος του κάτω άκρου (υποκεφαλικά και διατροχαντήρια κατάγματα του ισχίου) και Δ. του άνω πέρατος του άνω άκρου (τα οποία συχνά παραβλέπονται ή υποβαθμίζονται). Από αυτά τα Α, Β, Δ αντιμετωπίζονται συνήθως συντηρητικά, με συνέπεια να μην καταγράφονται επαρκώς, ενώ τα Γ, καθώς και τα πλέον παρεκτοπισμένα από τα Δ, απαιτούν εισαγωγή σε νοσοκομείο προς χειρουργική αντιμετώπιση, με συνέπεια να καταγράφονται επακριβώς τόσο ως προς τη συχνότητά τους, όσο και ως προς τη συνολική επιβάρυνση του συστήματος υγείας, η οποία δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Ωστόσο, φαίνεται πως τα σπονδυλικά κατάγματα επηρεάζουν δυσανάλογα το σύνολο του οργανισμού, αυξάνουν σημαντικά την θνητότητα, παρ’ ότι ενδέχεται να είναι ασυμπτωματικά και ο ασθενής να μη γνωρίζει την ύπαρξή τους, εάν δεν έχει ποτέ ζητηθεί ακτινολογικός έλεγχος της περιοχής ενδιαφέροντος. Αντιθέτως, τα κατάγματα ισχίου καταγράφονται σχεδόν στο σύνολό τους, καθώς απαιτούν νοσηλεία και χειρουργική αποκατάσταση. Κατά συνέπεια αποτελούν τον πιο αξιόπιστο δείκτη νοσηρότητας και θνησιμότητας από οστεοπόρωση. Σε αντίθεση με όσα πιστεύουν οι περισσότεροι ασθενείς αλλά και πολλοί ιατροί άλλων ειδικοτήτων η οστεοπόρωση σκοτώνει. Μπορεί να μην καταγράφεται σχεδόν ποτέ ως κύρια αιτία θανάτου, όμως αποτελεί μία από τις συνηθέστερες υποκείμενες νόσους και είναι αυτή τελικά υπεύθυνη τόσο για την τραγική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των ασθενών, όσο και για το τελικό αποτέλεσμα.
Θα πρέπει να τονιστεί πως πολύ συχνά η οστεοπόρωση είναι δευτεροπαθής, ενώ δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονείται η ανδρική οστεοπόρωση. Βασικό εργαλείο για τον ακριβή υπολογισμό του κινδύνου κατάγματος είναι ο αλγόριθμος υπολογισμού του δεκαετούς κινδύνου, το λεγόμενο Εργαλείο Aξιολόγησης Kινδύνου Kατάγματος – Fracture Risk Assessment Tool – FRAX (https://frax.shef.ac.uk/FRAX/tool.aspx?country=49), το οποίο ενσωματώνει δεκαετίες επιστημονικής έρευνας και θεωρείται πλέον απαραίτητο για την εισαγωγή σε Θεραπευτικό Πρωτόκολλο.